ὁμώνυμοι

ὁμώνυμοι
ὁμώνυμος
having the same name
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Ντελάμπρ, Ζαν Μπατίστ Ζοζέφ — (Jean Baptiste JosephDelambre, Aμιέν 1749 – Παρίσι 1822). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σε συνεργασία με τον αστρονόμο και γεωδαίτη Πιερ Φρανσουά Αντρέ Μεσέν οργάνωσε και διηύθυνε τη μέτρηση του τόξου του μεσημβρινού από τη Δουνκέρκη έως τη… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — η 1. ο προσανατολισμός των στοιχειωδών μαγνητών ενός σώματος έτσι, ώστε οι ομώνυμοι πόλοι να κατευθύνονται προς τα ίδια σημεία: Το μαγνητικό δίπολο είναι αποτέλεσμα της πόλωσης. 2. η αλλοίωση των ηλεκτροδίων ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”